- προσπαραγράφοιτ'
- προσπαραγράφοιτο , προσπαραγράφωwrite besidespres opt mp 3rd sgπροσπαραγράφοιτε , προσπαραγράφωwrite besidespres opt act 2nd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράγραμμα — τὸ, Α [παραγράφω] 1. πρόσθετη διάταξη («κατὰ ποῑον νόμον προσπαραγράφοιτ ἄν τοῡτο τὸ παράγραμμα», Δημοσθ.) 2. (στην κρυπτογραφία) σημείο που αντικαθιστά ένα συγκεκριμένο γράμμα … Dictionary of Greek